- πολλαπλασιότης
- πολλαπλᾰσι-ότης, ητος, ἡ,A the being a multiple, Theol.Ar.52, Iamb.in Nic.p.38 P.,al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολλαπλασιότης — the being a multiple fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιότης — ητος, ἡ, Α [πολλαπλάσιος] τό να είναι κάτι πολλαπλάσιο άλλου … Dictionary of Greek
πολλαπλασιότητα — πολλαπλασιότης the being a multiple fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)